- λειρί
- τοτο κόκκινο σαρκώδες λοφίο που έχουν στο κεφάλι μερικά πτηνά, ιδίως ο πετεινός, το κάλλαιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. λείριον* με καταβιβασμό τού τόνου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λειρί — το ιού, το κόκκινο λοφίο πάνω στο κεφάλι του πετεινού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λείρι' — λείρια , λείριον Madonna lily neut nom/voc/acc pl λείρια , λείριος neut nom/voc/acc pl λείριε , λείριος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετεινός — Κοινή ονομασία διάφορων ορνιθόμορφων της οικογένειας των Φασιανιδών. Οποιαδήποτε κι αν είναι η φυλή του, είτε είναι άγριος ή κατοικίδιος, κάθε π. έχει στο κεφάλι του ένα σαρκώδες λειρί, διάφορων σχημάτων, που συνοδεύεται μερικές φορές από ένα… … Dictionary of Greek
διμορφισμός — Η ύπαρξη δύο διαφορετικών μορφών σε άτομα του ίδιου είδους ζώων ή φυτών. Διακρίνουμε δύο κύριες κατηγορίες δ.: τον γενετικό δ., ο οποίος οφείλεται σε χαρακτηριστικά που ελέγχονται γενετικά, και τον μη γενετικό δ., που οφείλεται σε άλλους… … Dictionary of Greek
κόνδορας — Αρπακτικό, ημερόβιο πουλί της οικογένειας των γυπιδών, της τάξης των ιερακομόρφων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Vultur gryphus.Συγγενικό με τους γύπες της Ευρώπης και της Αφρικής, ο κ. είναι το μεγαλύτερο πτηνό με μήκος που ξεπερνά το 1 μ.… … Dictionary of Greek
χαρχάλι — το, Ν 1. λειρί πετεινού 2. περιδέραιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χαρχάλι, με αρχική σημ. «λειρί πετεινού», κατά μία άποψη, έχει προέλθει από τον τ. καρακάλλιον, υποκορ. τού καράκαλλον* «είδος κοντού ενδύματος με κουκούλα», ενώ, κατ άλλη άποψη, από τη λ.… … Dictionary of Greek
Αλεκτρυονία — (alectryonia).Επιστημονική ονομασία γένους δίθυρων μαλακίων που ζει από τον μεσοζωικό αιώνα έως τις ημέρες μας. Ανήκει στην οικογένεια των οστρεϊδών της τάξης των ανισομυαρίων. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν σε ιουράσια και κρητιδικά στρώματα… … Dictionary of Greek
βελούδο — Ύφασμα χνουδωτό το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κατασκευή ενδυμάτων, στην επίστρωση επίπλων και γενικά στη διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Αποτελείται από δύο στοιχεία: το ύφασμα της βάσης και το χνούδι. Το β. μπορεί να παραχθεί από νήματα… … Dictionary of Greek
κάλλαιο(ν) — το (AM κάλλαιον) νεοελλ. ανατ. έπαρμα τού ηθμοειδούς οστού, στο μέσον τού πρόσθιου κρανιακού βόθρου, πάνω στο οποίο προσφύεται η σκληρή μήνιγγα μσν. αρχ. 1. η σαρκώδης απόφυση τής κορυφής τού κεφαλιού τού πετεινού, λειρί, λοφίο 2. το σαρκώδες… … Dictionary of Greek
κίβι — Πτηνό δρομέας της τάξης των απτερυγομόρφων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Apteryx mantelli. Το σώμα του έχει περίπου τις διαστάσεις μιας μεγάλης κότας και υποβαστάζεται από δύο κοντά, αλλά ισχυρά πόδια, που καταλήγουν σε τέσσερα δάχτυλα με… … Dictionary of Greek